πιθανολογικός

πιθανολογικός
-ή, -όν, Α [πιθανολογία]
1. αυτός που αναφέρεται στην πιθανολογία
2. φρ. «πιθανολογική τέχνη» — η τέχνη τού να πιθανολογεί κανείς, τού να μεταχειρίζεται ευλογοφανή επιχειρήματα (Αρριαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”